Ξένοι στον τόπο μας: τί έχει απομείνει από το Αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι;

Αρχική Αρθρογραφία Ξένοι στον τόπο μας: τί έχει απομείνει από το Αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι;

Η νοσταλγία δεν αποτελεί καλό σύμβουλο διότι το συναισθηματικό πρίσμα που εξ ορισμού μεσολαβεί εμποδίζει την ορθότητα και αντικειμενικότητα της κρίσης μας αναφορικά με πρόσωπά και πράγματα του παρελθόντος. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο ο νους μας να ξεχωρίσει το ποσοστό αναπόλησης ενός «αγίου» παρελθόντος που προέρχεται αληθώς από το ότι «τα πράγματα ΓΕΝΙΚΆ ήταν καλύτερα παλιά», από το κομμάτι του εαυτού μας που νοσταλγεί στην πραγματικότητα την ανεμελιά της παιδική και εφηβικής μας ηλικίας.

Ίχνη αυτής ακριβώς της παιδικής ανεμελιάς διατηρούσε μέχρι πρότινος συλλογικά η ελληνική κοινωνία στα ατέλειωτα ελληνικά καλοκαίρια της. Τότε που η θερινή ραστώνη εκφραζόταν πλουσιοπάροχα με την ολότελα νεοελληνική έννοια της «παραθέρισης», που υπονοούσε την τρίμηνη ή πάντως μακρά παραμονή σε κάποιο τουριστικό προορισμό ή στον τόπο καταγωγής κάποιου παππού ή γιαγιάς μας.

Τις τελευταίες δεκαετίες ο μύθος του «αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού» είχε εμποτίσει το συλλογικό υποσυνείδητο και τα «μπάνια του λαού» ήταν μια μορφή θέσφατου, ένα αξίωμα, μια γενική, διαχρονικά παρήγορη αλήθεια: και όλα στραβά να πήγαιναν στη ζωή, στο κάτω- κάτω της γραφής όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, θα είχαμε μια θέση κάτω από το ζεστό, φιλόξενο (τότε), καλοκαιρινό, ελληνικό ήλιο για κάποιες (αρκετές) μέρες!

Η νομοτέλεια των καλοκαιρινών μας διακοπών κλονίστηκε ανεπανόρθωτα κατά τη δεκαετή Κρίση 2009- 2019 (χρεωκοπία, κατ’ ουσίαν) και δεν κατάφερε να επανακάμψει έκτοτε, λόγω πολυπαραγοντικών αιτιών.

Τα τελευταία 15 χρόνια ο Έλληνας γνώρισε μια συνολική πτώση του εισοδήματός του αδρά κατά το ένα τρίτο. Το ίδιο διάστημα τόσο τα διεθνή εισοδήματα, όσο κατά προέκταση και οι δυνάμει «πελάτες» του τουριστικού μας προϊόντος αυξήθηκαν εκθετικά, με αποτέλεσμα οι τιμές στα μοναδικού κάλους ελληνικά θέρετρα να εκτιναχθούν αντιστοίχως, βάσει του νόμου της (εγχώριας) προσφοράς και της (παγκόσμιας) ζήτησης. Συνεπώς, μέσα σε 15 χρόνια και σε ό,τι αφορά τις θερινές του διακοπές ο Έλληνας μετατράπηκε στην κυριολεξία (και μακριά από μένα οποιαδήποτε συσχέτιση με όσους έχουν μετέλθει στο παρελθόν τη συγκεκριμένη έκφραση με εντελώς αλλότρια χροιά και συμφραζόμενα) «ξένος στον τόπο του». Με μειωμένο εισόδημα και με τις τιμές μετάβασης, ενοικίασης καταλύματος και εστίασης να έχουν εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα για το βαλάντιο του μέσου συμπολίτη μας ποσά, ακούγεται απόλυτα λογικό το εύρημα πρόσφατης έρευνας κοινής γνώμης που κατέδειξε ότι οι μισοί συμπολίτες μας δεν πήγαν καθόλου διακοπές, ενώ παράλληλα ένας στους τρεις πήγε για λιγότερες σε σχέση με πέρυσι μέρες. Όταν τα φέρνεις δύσκολα βόλτα στην καθημερινότητά σου οι διακοπές είναι μια πολυτέλεια. Και για όλο και περισσότερες ελληνικές οικογένειες μια αξιοπρεπής, εύλογου διαστήματος αλλαγή παραστάσεων αποτελεί πλέον ευσεβή και ανεκπλήρωτο πόθο.

Όσο η οικονομία μας παραμένει προσκολλημένη σε ένα αντιπαραγωγικό, στρεβλό μοντέλο κρατικοδίαιτης (υπ-) «ανάπτυξης», που αντί να ευοδώνει, θέτει προσκόμματα στις δυνάμεις της παραγωγής και της καινοτομίας, τόσο ο μέσος μισθός θα περιορίζεται από το πόσο (λίγο) μπορεί να τον επιδοτήσει, έμμεσα ή άμεσα, ο κρατικός κορβανάς, τουλάχιστον ως την επόμενη χρεωκοπία (το 2032;).

Και θα μένουμε έτσι θεατές των ορδών αλλοδαπών που επισκέπτονται τον τόπο μας, ηδονοβλεψίες της καλοπέρασής τους εκεί όπου εμείς μεγαλώσαμε, παίξαμε, τρέξαμε.

Εκεί όπου έναν Ιούνη είδαμε το Eurobasket και μάθαμε ποδήλατο, έναν Ιούλη δώσαμε το πρώτο μας φιλί και γευθήκαμε το νοστιμότερο παγωτό και όπου έναν Αύγουστο τα αγόρια γίναμε άντρες και οι κοπέλες γυναίκες.

Η αποξένωση του μέσου Έλληνα από τους τόπους των παιδικών του αναμνήσεων δεν είναι απλά η διακοπή μιας ευχάριστης συνήθειας. Είναι ένα τραύμα στο συλλογικό υποσυνείδητο, η δυσβάσταχτη διακοπή μιας οικογενειακής παράδοσης, η οριστική διάρρηξη του ομφάλιου λώρου που διατηρούμε με την παιδική μας ηλικία. Τότε που όλα ήταν δυνατά.

Και που σήμερα για τους περισσότερους δυστυχώς είναι αδύνατα.

Άνεμος
Άνεμος Ιούλιος 2024

(Το παρόν άρθρο γράφτηκε επ’ ευκαιρία της εξαγοράς και της οριστικής διακοπής λειτουργίας του beach bar «Άνεμος» και του αδερφού κάμπινγκ στη Σάνη Χαλκιδικής, προκειμένου ο όμιλος ξενοδοχείων που ως πρότινος κατείχε όλη την υπόλοιπη έκταση να «αξιοποιήσει» την τελευταία αδόμητη έκταση στο παραλιακό μέτωπο.

Πρωτοπήγα στο Σάνι το 1988, πριν 36 χρόνια. Τον καιρό εκείνο για να φτάσουμε στη «ντισκοτέκ» του (μοναδικού) ξενοδοχείου έπρεπε να περάσουμε μέσα από ένα έλος γεμάτο βατράχια. Συχνά διοργανώναμε αυτοσχέδια beach parties με παρέες με ντόπιους και αλλοδαπούς, ενώ το αφεντικό της μοναδικής ταβέρνας της περιοχής μας ήξερε με το όνομά μας.

Σήμερα τα βατράχια αντικαταστάθηκαν από ανατολικούς ολιγάρχες και βαλκάνιους νταλαβερτζήδες, στα beach parties το κοκτέιλ στοιχίζει 20 ευρώ και ο ταβερνιάρης θέλει κράτηση από την προηγούμενη βδομάδα.

Ξένοι στη μόνη αληθινή μας πατρίδα: την παιδική μας ηλικία!)

Share

Κατηγορίες