ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ- ΣΤΑΘΜΑΡΧΕΣ, ΠΟΛΙΤΕΣ- ΑΧΘΟΦOΡΟΙ
«Έγκλημα» ή «ατύχημα», «ανθρώπινο λάθος» ή «πολιτική ολιγωρία», το σίγουρο είναι ότι αυτό που συνέβη στα Τέμπη το Φεβρουάριο του ’23 θα μας στοιχειώνει συλλογικά για πολλές ακόμα δεκαετίες.
ΠΡΙΝ
Για να γίνει πλήρως αντιληπτή η τραγωδία των Τεμπών, χρειάζεται να ανατρέξουμε πίσω στο Σεπτέμβριο του 2014, όταν η κυβέρνηση «Σαμαροβενιζέλων», ήτοι ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, υπέγραψε τη περιβόητη σύμβαση 717, η οποία προέβλεπε την τηλεδιαχείριση των σιδηροδρομικών γραμμών σε ορίζοντα διετίας.
7 χρόνια (4μιση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και 3μιση της αυτοδύναμης, πλέον, ΝΔ) κ 7 (!) παρατάσεις αργότερα, το μοιραίο Φεβρουάριο του ’23 η 717 ακόμα εκκρεμούσε, με αποτέλεσμα τον θλιβερό απολογισμό των 57 αθώων θυμάτων, μιας κ η εμπρόθεσμη υλοποίησή της θα είχε αποβεί πιθανότατα σωτήρια, αποτρέποντας το ατύχημα.
Η απλή παράθεση των διαδοχικών κυβερνήσεων κ των διαστημάτων διακυβέρνησής τους αρκεί για να αποτυπωθεί με τον εμφατικότερο δυνατό τρόπο η οριζόντια κατανομή των ευθυνών που διατρέχουν ένα ευρύ φάσμα του πολιτικού μας συστήματος. Η ανεπάρκεια, η αβελτηρία ή και η σκόπιμη καθυστέρηση (προκειμένου να υπερκοστολογηθεί το έργο, θα μπορούσε να ισχυριστεί ένας καχύποπτος ή απλά γνώστης του “made in Greece” τρόπου νομής κ διαχείρισης των Κοινοτικών κονδυλίων διαχρονικά από τα μακρινά ‘80ς) της υλοποίησης μιας σύμβασης που θα διασφάλιζε το στοιχειώδες, δηλαδή την ασφάλεια των επιβατών ενός μέσου που στον υπόλοιπο κόσμο θεωρείται το ασφαλέστερο κ οικονομικότερο, του τρένου, αποδεικνύει στην καλύτερη περίπτωση την ανικανότητα κ στη χειρότερη την ιδιοτελή υστεροβουλία των υπευθύνων προκειμένου να καρπωθούν παράνομα ίδια οφέλη, αδιαφορώντας κ θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές αθώων συμπολιτών μας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Από ένα καπρίτσιο της μοίρας κ της τύχης ο αρμόδιος, τότε, υπουργός μεταφορών κατεγράφη από τον τηλεοπτικό φακό να εγκαλεί μέλη της αντιπολίτευσης που ήγειραν θέματα ασφαλείας των σιδηροδρόμων («είναι ντροπή σας…») μόλις μέρες πριν το δυστύχημα, προσδίδοντας έναν τόνο Ύβρεως στις ήδη τεράστιες προσωπικές του ευθύνες.
Άλλωστε, το ότι ένας πρώην αχθοφόρος βρέθηκε να εκτελεί χρέη σταθμάρχη, κατά παράβαση καθήκοντος (των πολιτικών του προϊσταμένων κυρίως, αλλά κ κάθε έννοιας κοινής λογικής), αποκαλύπτει άλλη μια διαχρονική παθογένεια του παλαιοκομματισμού στη χώρα μας: την εύνοια στα «δικά μας παιδιά» εις βάρος των πιο άξιων, αλλά και εις βάρος της ασφάλειας των πολιτών κ της ίδιας της κοινωνίας.
Σε πολιτικό επίπεδο, εγείρονται ζητήματα νομιμότητος ενός συστήματος όπου στη ζυγαριά των εκλεγμένων πολιτικών ταγών η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του βολέματος ημέτερων έναντι της ασφάλειας των πολιτών και των συμφερόντων της κοινωνίας και υπονομεύεται η αντιπροσωπευτικότητα αλλά κ η αξία του ίδιου του πολιτεύματος: μια Δημοκρατία που αδυνατεί ή αμελεί να προασπιστεί το υπέρτατο αγαθό, τη ζωή των πολιτών της, είναι μια Δημοκρατία ανερμάτιστη, χωρίς ηθική πυξίδα, μιας θνησιγενούς κοινωνίας που έχει χάσει τον προσανατολισμό της.
ΜΕΤΑ
Αν όμως είναι επιλήψιμες ενέργειες ή παραλήψεις που γίναν πριν το ατύχημα, άλλο τόσο μεμπτές είναι κ οι κυβερνητικοί χειρισμοί που το ακολούθησαν.
Διαρκείς παλινωδίες κ προσχηματικές καθυστερήσεις της έρευνας σχετικά με τα τεκμήρια (πρόωρο «μπάζωμα» του τόπου του ατυχήματος), τους διαλόγους («δεν έχω αέρα») κ το φορτίο (νόμιμο ή παράνομο;) της εμπορικής αμαξοστοιχίας είναι λογικό να έχουν εμποτίσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού με την αίσθηση της συγκάλυψης, ενισχύοντας θεωρίες συνωμοσίες σ’ ένα λαό που επανειλημμένα στο παρελθόν έχει αποδειχτεί ευεπίφορος σε αυτές. 2 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα κ παρά τις πολλοστές διαβεβαιώσεις περί «μαχαιριού που θα φτάσει στο κόκκαλο» (sic), ουδείς γνωρίζει πού ακριβώς βρισκόμαστε από πλευράς ερευνών, πολλώ δε μάλλον πότε (ακόμα κ αν) θα αποδοθούν ευθύνες στους όποιους υπεύθυνους. Το (στραβό) κλίμα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω οι ειρωνικές συμπεριφορές τόσο του προεδρεύοντος της αρμόδιας εξεταστικής επιτροπής βουλευτή της συμπολίτευσης, όσο κ λαλίστατων (αν κ αναρμόδιων) υπουργών, που προσδίδουν στη διαχείριση της όλης υπόθεσης από κυβερνητικής πλευράς μιαν ακόμα πιο αποκρουστικά αλαζονική δυσοσμία.
…Κ ΕΜΕΙΣ;
Είναι τουλάχιστον υποκριτικό μετά από κάθε ατύχημα/ σκάνδαλο/ τραγωδία η ελληνική κοινωνία να εθελοτυφλεί, προσποιούμενη πως πέφτει από τα σύννεφα κ να αναζητά αλλού τους «ενόχους», από τη στιγμή που είναι η ίδια που εξέθρεψε, συντήρησε κ εξακολουθητικά ανέχεται το φαύλο, στρεβλό πολιτικό σύστημα που οδήγησε στο Μάτι, τη Μάντρα κ τα Τέμπη.
Είναι η ίδια κοινωνία που ενώ απαιτεί ασφάλεια στις μεταφορές, εξεγείρεται κάθε φορά που τίθεται θέμα αξιολόγησης π.χ. των σιδηροδρομικών, αποκαλώντας το αυτονόητο, την αξιολόγηση κ την εκπαίδευση δηλαδή των ανθρώπων που διαχειρίζονται τις ζωές μας, «νεοφιλελευθερισμό».
Είναι η ίδια κοινωνία που απαιτεί δημόσια Παιδεία υψηλών προδιαγραφών, αλλά αρνείται να επιβάλλει σαν αίτημά της έναντι της εκάστοτε κυβέρνησης την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, καταδικάζοντας κάποια εκ των τέκνων της στη διδασκαλία από μέτριους (ή κ κακούς) δάσκαλους.
Και είναι η ίδια κοινωνία που στηρίζει, υπερψηφίζοντας (βλ. Σέρρες) ή ανέχεται, δια της μαζικής αποχής της από την εκλογική διαδικασία, αχθοφόρους σε θέση σταθμάρχη, με μοναδικό κριτήριο τα κομματικά τους φρονήματα, αψηφώντας αν αυτή η εξόφθαλμη εύνοια θέτει σε κίνδυνο ο, τι πολυτιμότερο διαθέτει, τις ζωές των ίδιων της των παιδιών.
Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σαν αυτές που διοργανώθηκαν στις 26/1/25 μπορεί να δρουν εξιλεωτικά, σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής κ δυσαρέσκειας, σαν μια μορφή ομαδικής ψυχοθεραπείας, αλλά όσο η ελληνική κοινωνία αποφεύγει να κοιταχτεί κατάματα στον καθρέφτη, ώστε να διορθώσει τα δικά της λάθη, αντί να θυματοποιείται οικειοθελώς αποποιούμενη κάθε ευθύνης, μια νέα τραγωδία θα καιροφυλακτεί, βαφτισμένη «μια στραβή στη βάρδια» ενός πολιτικού προσωπικού που θεωρεί όλους εμάς αχθοφόρους του.