Αναφέρεται συχνά στη δημόσια σφαίρα ότι η ευμάρεια της Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες είχε βασιστεί σε 3 πυλώνες: φτηνά εργατικά χέρια από την Κίνα, φτηνή ενέργεια από τη Ρωσία, φτηνή ασφάλεια από τις ΗΠΑ. Αυτούς τους 3 άξονες η ευρωπαϊκή ελίτ, αλλά και η κοινή γνώμη εσφαλμένως τις είχαν αντιληφθεί σαν φυσικούς νόμους, γεωπολιτικά αξιώματα, παγκόσμιες, αναμφισβήτητες και διαχρονικές σταθερές, που δεν υπήρχε περίπτωση να ανατραπούν.
Και το μοιραίο όχι απλά συνέβη, αλλά συνέβη εις τριπλούν!
ΑΠΌ ΤΟ 3/3 ΣΤΟ 0/3
Η αμφισβήτηση του πρώτου πυλώνα ήρθε αιφνιδιαστικά τον Φεβρουάριο του ’22, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν εν μια νυκτί η Ευρώπη αναγκάστηκε να αναθεωρήσει το ενεργειακό της δόγμα και να αναζητήσει εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Πέραν του ενεργειακού, ο αναθεωρητισμός που απορρέει από τη συγκεκριμένη εισβολή, σε συνδυασμό με το momentum τεσσάρων δεκαετιών ταχύρρυθμης, ενίοτε ιλιγγιώδους ανάπτυξης, άνοιξαν τις ορέξεις και της Κίνας για έναν πιο ενεργό ρόλο, από εκείνο του «φτηνού παραγωγού», στη διεθνή σκηνή. Μια ενδεχόμενη εισβολή της στην Ταϊβάν αφενός δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφετέρου θα συνιστούσε βαρύ πλήγμα στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης, θέτοντας εν αμφιβόλω το (εώς πρότινος) θέσφατο της αθρόας εισαγωγής φτηνών κινεζικών προϊόντων από τη δεύτερη.
Μετά από ένα μακρύ μεταπολεμικό λήθαργο, όπου η ανάπτυξη και η ευμάρεια ήταν περίπου δεδομένες, η εξωτερική πολιτική και η ασφάλεια στον αυτόματο και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου από γενιά σε γενιά σχεδόν νομοτελειακή, ήρθε η ώρα η Ευρώπη να αφυπνιστεί. Χωρίς την εξ ανατολών προερχόμενη φτηνή ενέργεια και την εξ άπω ανατολής φτηνή βιομηχανική παραγωγή η γηραιά ήπειρος είδε τα τελευταία χρόνια το κόστος βασικών(;) αγαθών και συνολικά διαβίωσης να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ως πρότινος ύψη, επιφέροντας αντίστοιχους πολιτικούς κλυδωνισμούς. Δεδομένου ότι τα πάντα χρειάζονται ενέργεια και εργατικά χέρια για να παραχθούν, η αύξηση του κόστους και των δυο αυτών παραγόντων συμπαρέσυρε το κόστος σχεδόν όλων των προϊόντων και υπηρεσιών, πλήττοντας τόσο την κατανάλωση, όσο και συνολικά το μεταπολεμικό οικοδόμημα της ΕΕ.
Η (επαν-)εκλογή Ντ. Τραμπ στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ καθιστά αρκετά πιθανή, στο βαθμό που θα τηρήσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις (αμφίβολο), την επιστροφή της χώρας στο (ιστορικά εσωτερικά ισχυρό) δόγμα του απομονωτισμού, όπου η παρεμβατικότητα στα διεθνή θέματα της μεγαλύτερης χώρας της Δύσης, του «μεγάλου αδερφού» για τις περισσότερες δημοκρατίες του πλανήτη, ελαχιστοποιείται, δίνοντας τη θέση της στην εσωστρέφεια: America first, γαρ. Αυτή η άρση και της τελευταίας σταθεράς, της εκ δυσμάς προσφερόμενης ασφάλειας και Άμυνας, θέτει πλέον σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη και την ακεραιότητα της Ευρώπης, για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια.
Μιλώντας αναδρομικά, η κατάρριψη του παρελθόντος status quo δημιουργεί ερωτηματικά και δυσπιστία έναντι των ηγεσιών που μας έφεραν κυριολεκτικά ως πρόβατα επί σφαγή στο στόμα του λύκου (ή της αρκούδας). Η ανάληψη διευθυντικής θέσης σε ενεργειακό κολοσσό ρωσικών συμφερόντων από τον πρώην καγκελάριο της Γερμανίας Γκ. Σρέντερ ελάχιστα μετά την παραίτησή του και η 15ετής, τυφλή ενεργειακή πρόσδεση της «ατμομηχανής της Ευρώπης» στη Ρωσία επί Μέρκελ γενούν αναπόφευκτα ερωτήματα για την προνοητικότητα και την ορθότητα των επιλογών των δυο ηγετών, δημιουργώντας παράλληλα αμφιβολίες για το αν όλα αυτά απλά προέκυψαν ή σχεδιάστηκαν υστερόβουλα και εσκεμμένα. Για το καλό της ΕΕ θα πρέπει να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια και ή δυνατόν να αναζητηθούν ευθύνες όχι για ποινικούς, αλλά κυρίως για ηθικούς λόγους.
ΕΕ: ΚΟΥΦΕΤΑ Ή …ΣΤΡΊΒΕΙΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΡΡΑΒΏΝΟΣ;
Σ’ ό,τι αφορά το σήμερα, γίνεται φανερό το έλλειμμα ηγεσίας και η δυσκινησία των γραφειοκρατικών γραναζιών της ΕΕ, που την καθιστούν εν πολλοίς δυσλειτουργική, αναποφάσιστη και αναποτελεσματική. Σχεδόν 70 χρόνια από την ίδρυση της ΕΟΚ και μετά από πολλαπλές διευρύνσεις η ΕΕ των 27 χωρών και των 450 εκατομμυρίων πολιτών αποτελεί έναν φάρο δημοκρατίας, κράτους δικαίου και ελευθερίας. Εντούτοις, ήρθε η ώρα οι χώρες που σύνηψαν τον μεταξύ τους αρραβώνα το 1957 (Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία), το 1973 (Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία), το 1981 (Ελλάδα), το 1985 (Ισπανία, Πορτογαλία), το 1995 (Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία), το 2004 (Κύπρος, Μάλτα, Ουγγαρία, Σλοβενία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία), το 2007 (Βουλγαρία, Ρουμανία) και το 2013 (Κροατία) να αποφασίσουν αν ο αρραβώνας αυτός θα ευοδωθεί σε γάμο ή θα διαλυθεί σε εξ ων συνετέθη.
Η εμβάθυνση και η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι μονόδρομος, αν θέλουμε ως Ευρώπη να πάψουμε να είμαστε η γεωπολιτική ουρά τρίτων. Προκειμένου να συμβεί αυτό, είναι αναγκαίο τα συστατικά κράτη- μέλη να παραχωρήσουν σημαντικό μέρος των αρμοδιοτήτων και της εθνικής κυριαρχίας τους στην ομοσπονδιακή ΕΕ, προκειμένου αυτή να χαράσσει μια ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική προς το κοινό, ευρωπαϊκό συμφέρον. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η απαιτούμενη ομοιογένεια, που θα καταστίσει την ΕΕ έναν αξιοσέβαστο «παίκτη» στη διεθνή σκακιέρα.
Σ’ αυτό το εγχείρημα αρκετοί αφελείς, οπισθοδρομικοί ή και αργυρώνητοι θα σπεύσουν να ορθώσουν τείχη αντιρρήσεων, επικαλούμενοι την «εθνική κυριαρχία», τα ματωμένα χώματα, τα μαρμαρένια αλώνια και την «ελληνική εξαιρετικότητα», παριστάνοντας ότι αγνοούν (ή και αληθώς αγνοώντας) ότι η εναλλακτική στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι η δορυφοροποίηση των μικρότερων χωρών της ΕΕ, σαν τη δική μας, γύρω από (ημι;-) παράφρονες δικτάτορες, στο όνομα μιας θολής και ιστορικά αποπροσανατολιστικής «ομοδόξου και αδιαιρέτου Ορθοδοξίας».
ΕΜΕΙΣ
Μιλώντας σε στενά εθνικά πλαίσια, μισό αιώνα από τη μεταπολίτευση και 43 χρόνια από την ένταξή μας στην ΕΕ, ελάχιστοι συμπολίτες μας θα ήταν ειλικρινείς αν δήλωναν ότι εμπιστεύονται περισσότερο το ελληνικό, πελατειακό, παλαιοκομματικό πολιτικό σύστημα και προσωπικό από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά μας ως έθνος τις τελευταίες δεκαετίες είτε χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, είτε ήταν προαπαιτούμενα της ΕΕ έναντι της χώρας μας. Αν η Ελλάδα δεν θυμίζει (σχεδόν) σε τίποτα τη χώρα που ήταν πριν μισό αιώνα το χρωστά σε μεγάλο βαθμό στην ΕΕ και την ενωμένη Ευρώπη, που επιχορήγησε πλουσιοπάροχα τον εκσυγχρονισμό των υποδομών μας, βοηθώντας μας να εξελιχθούμε σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος. Σ’ έναν ισότιμο εταίρο ενός κλειστού κλαμπ όπου συνυπάρχουν ορισμένες από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.
Με λίγα λόγια, περισσότερα (ψηφοθηρικά) προνόμια έχουν να χάσουν οι εγχώριοι βουλευτές και πολιτευτές από την αφαίρεση αρμοδιοτήτων έναντι αντιστοίχων ευρωπαίων, παρά ο Έλληνας πολίτης.
40 χρόνια από την ίδρυση του ΕΣΥ και με δεδομένες τις τραγικές του ελλείψεις, προτιμούμε οπωσδήποτε ο υπουργός Υγείας μας να είναι Έλληνας, ή μήπως τελικά προέχει να είναι απλά αποτελεσματικός;
Έχοντας αλλάξει περισσότερους φορολογικούς νόμους από όσα είναι τα χρόνια του ανεξάρτητου βίου μας ως έθνους, είμαστε σίγουροι ότι ένας ευρωπαίος επίτροπος οικονομικών με διευρυμένες αρμοδιότητες θα τα πήγαινε χειρότερα έναντι των ημέτερων μαθητευόμενων μάγων;
Και στα πιο ουσιώδη: θέλουμε ή όχι να γίνουν επιτέλους εν τοις πράγμασι τα ελληνικά και κοινά, ευρωπαϊκά σύνορα, τα οποία θα υπερασπιζόμαστε έναντι τρίτων όχι μόνοι μας, αλλά μαζί με έναν κοινό, υπό μια διοίκηση, ευρωπαϊκό στρατό, ως συστατικά μέρη μιας ευρύτερης, ενιαίας γεωπολιτικής οντότητας, όπως (θα ‘πρεπε να) είναι η ΕΕ;
ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΠΡΟΣ
Δυστυχώς οι καιροί είναι περίεργοι και η διαρκής πρόοδος και ευημερία, που υποσχόταν προ 30ετίας «το τέλος της Ιστορίας» αποδείχθηκε φενάκη. Σε μια εποχή έντονων στροβιλισμών και αναταράξεων η Ευρώπη οφείλει να αδράξει την ευκαιρία και να μετατρέψει την απειλή σε αφορμή για επιτάχυνση της ενοποίησής της με ενδυνάμωση των θεσμών της και περισσότερη αυτονομία και αυτάρκεια, που θα της επιτρέψουν να αισθανθεί πιο ασφαλής, πιο ενωμένη, πιο ελεύθερη.