Άμεσα μεταπολιτευτικά στη χώρα μας (αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) υπήρξε ένα βραχύβιο σχετικά, αλλά έντονο πολιτικά ρεύμα που αυτοπροσδιορίζονταν ως «ο τρίτος δρόμος». Στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου και της συνεπακόλουθης ιδεολογικής πόλωσης, το κίνημα του ευρωκομμουνισμού (περί ου ο λόγος) προσπάθησε να συγκεράσει τα θετικά των δυο αντιδιαμετρικά αντίθετων πολιτικών συστημάτων, Δύσης και Ανατολικού μπλοκ, επικαλούμενο πως ένας «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» ήταν εφικτός.
Τα χρόνια κύλησαν και τα θραύσματα της πτώσης του Τείχους της ντροπής έφραξαν εκείνο το δρόμο, αλλά ένα καπρίτσιο της Ιστορίας έφερε τους (νόθους) πολιτικούς επιγόνους του σημαντικότερου εκφραστή του τρίτου δρόμου στη χώρα μας, του Λ. Κύρκου, να συγκυβερνούν με τη λαϊκίστικη Δεξιά (τα απομεινάρια της οποίας τελικώς εγκολπώθηκαν κιόλας), εξασφαλίζοντας ότι τα οστά του θα τρίζουν εσαεί.
Στις μέρες μας επικρατεί ο μονόδρομος της κατ’ επίφασιν μεταρρύθμισης της παρούσας κυβέρνησης, ο δεύτερος δρόμος χορτάριασε, με την «προοδευτική παράταξη» να πάσχει από ιδεολογική κόπωση και ασθμαίνουσα έμπνευση στην κοινωνία, ο δε νέος τρίτος δρόμος εκκρεμεί ακόμα να αναδυθεί.
Η χώρα μας είχε το θλιβερό προνόμιο να συγκαταλέγεται στις πρώτες χώρες που εξέλεξαν λαϊκιστές, οι οποίοι τάζοντας λαγούς με πετραχήλια προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία, φυσικά φάνηκαν ανίκανοι να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους για ολικές ανατροπές των συντηρητικών νομενκλατούρων μες το λιοπύρι, μετά μουσικής υπόκρουσης ζουρνάδων και νταουλιών. Η αναπόφευκτη απαξίωση στην οποία περιήλθε κεντροαριστερά μετά Αριστεράς, λόγω αυτής της ιλαροτραγικής ασυνέπειας, έχει αφήσει τη χώρα «ορφανή» από αντιπολίτευση.
Σε μια εποχή όπου ο διαχωρισμός «αριστερά- δεξιά» θεωρείται εν πολλοίς παρωχημένος από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού (και τη συντριπτική των νέων), δεν υπάρχει καμία νομοτέλεια ή θέσφατο που να προκαθορίζει ότι το εξουσιαστικό δίπολο οφείλει να είναι αυτό.
Μισόν αιώνα στη μεταπολίτευση, ζούμε τη συγκυρία όπου ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι ισόπαλοι σε διάρκεια διακυβέρνησης με 22 χρόνια έκαστο, με τον ΣΥΡΙΖΑ(-ΝΕΛ) να έρχεται τρίτος με 4μιση. Αυτός ο καταμερισμός διακυβέρνησης αντανακλά αφενός το μερίδιο ευθυνών των τριών τους για την κατάσταση της χώρας, καταδεικνύει δε παράλληλα και την ανυποληψία στην οποία έχουν περιέλθει στα μάτια των ψηφοφόρων: δεν μπορεί η λύση του προβλήματος να προέλθει από αυτούς που το δημιούργησαν!
Μετά από μια δεκαετή κρίση και άλλα πέντε χρόνια εκτός αυτής, η χώρα πλέει μακάρια σε αχαρτογράφητα, άγνωστα νερά με βάρκα την ελπίδα. Αναπαράγουμε το ίδιο παραγωγικό μοντέλο, που βασίζεται στην κατανάλωση αντί της παραγωγής, στη γνωριμία αντί της αξίας, στον παρασιτισμό αντί της αληθούς παραγωγής. Χωρίς ένα σαφές Εθνικό Σχέδιο για την Οικονομία, την Παιδεία, την Υγεία, τον Πολιτισμό, αγόμαστε άνευ οράματος από μια κεκτημένη αδράνεια, υπνοβατώντας στον αυτόματο: μια χώρα στο «πάμε και όπου βγάλει», που τόσο ακριβά εξακολουθούμε και πληρώνουμε, ενίοτε ακόμα και με το αθώο αίμα των ίδιων μας των παιδιών.
Βαθμιαία όλο και ευρύτερα τμήματα του ελληνικού λαού μοιάζει να αφυπνίζονται από το λήθαργο δεκαετιών και να συνειδητοποιούν ότι η πολιτική ελίτ που διαφεντεύει τη χώρα εδώ και δεκαετίες προτιμά εσκεμμένα να τα κρατά πολιτικούς όμηρους, συντηρώντας μια πελατειακή σχέση με επιδόματα και passes, αντί να τα αφήνει να αυτενεργούν και να αναπτύσσονται απαλλαγμένα από τα δεσμά της άκρατης υπερρύθμισης, που θέλει ένα αδηφάγο, θηριώδες Κράτος συνέταιρο- προστάτη, αντί ρυθμιστή της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε έναν κόσμο απρόβλεπτο και σε ένα ασταθές, απαιτητικό περιβάλλον, εμείς εξακολουθούμε να προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να παραμείνουμε μια θλιβερή, sui generis εξαίρεση, ένα μικρό γαλατικό χωριό στο νότιο άκρο της βαλκανικής γεμάτο Κακοφωνίξ, που συνεχίζει εμμονικά να αποτελεί μια διεθνή παραφωνία, τρώγοντας τις σάρκες του, αντί να προσπαθεί να αλλάξει, να εκσυγχρονιστεί, να βελτιωθεί.
Ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας αντιλαμβάνονται ότι μια ανάπτυξη με δανεικά, που βασίζεται στην κατανάλωση, είναι μια επίπλαστη ανάπτυξη με ημερομηνία λήξης, που με μαθηματική ακρίβεια θα μας ξαναοδηγήσει σε ένα νέο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Ο μόνος δρόμος που απομένει να δοκιμάσουμε είναι ο δρόμος που ακολουθούν όλες οι ανεπτυγμένες χώρες και αυτόν που προσπαθούν να ακολουθήσουν οι αναπτυσσόμενες.
Είναι ο δρόμος της καινοτομίας, της παραγωής, του μόχθου, της εξωστρέφειας.
Είναι ο νέος τρίτος δρόμος, που θα επιτρέψει επιτέλους στα υγιή, παραγωγικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας να ξεδιπλώσουν όλες τις αρετές τους δημιουργώντας, επιχειρώντας και πετυχαίνοντας: είναι ο δρόμος του φιλελευθερισμού.
Εκεί έξω βοά ένα διαηλικιακό, υπερταξικό και διακομματικό κοινωνικό αίτημα για πραγματικές μεταρρυθμίσεις και υποβόσκει ένα νέο Εθνικό όραμα για μια δικαιότερη, παραγωγικότερη, μια καλύτερη Ελλάδα.
Αν το τολμήσουμε, μπορούμε καλύτερα!